συνεργαζομένων

συνεργαζομένων
συνεργάζομαι
work with
pres part mp fem gen pl
συνεργάζομαι
work with
pres part mp masc/neut gen pl
συνεργάζομαι
work with
pres part mp fem gen pl (attic)
συνεργάζομαι
work with
pres part mp masc/neut gen pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …   Dictionary of Greek

  • θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… …   Dictionary of Greek

  • ραδιογωνιόμετρο — Ραδιοηλεκτρική διάταξη, που χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης από την οποία προέρχονται τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ενός πομπού. To Ρ., του οποίου η αρχική επινόηση ανάγεται στις αρχές του αιώνα μας, αποτελείται βασικά από ένα… …   Dictionary of Greek

  • Αλευράς, Γιάννης — (Μεσσήνη 1912 – 1995). Πολιτικός. Από πολύ νέος ασχολήθηκε με την πολιτική. Προερχόταν από τις γραμμές του κεντροαριστερού χώρου και του συνδικαλιστικού κινήματος. Το 1935, στη διάρκεια του κινήματος του Πλαστήρα και του Ελευθέριου Βενιζέλου,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βοτανικό Αθηνών — Στεγάζεται στο κτίριο του τμήματος βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου)) και εξυπηρετεί κυρίως τις ανάγκες ερευνητών σε θέματα συστηματικής βοτανικής, βιογεωγραφίας, οικολογίας και προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”